Ήταν 20 Ιουλίου 1987, όταν ξεκίνησε ο πιο ακραίος φονικός καύσωνας στην σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Διήρκησε 7-8 ημέρες και άφησε πίσω του επισήμως 1380 νεκρούς (1115 στην Αττική) , ανεπισήμως, όμως ο αριθμός ήταν πολύ μεγαλύτερος αγγίζοντας ίσως τους 2.000.
Ο καύσωνας έπληξε σχεδόν το σύνολο της πεδινής ηπειρωτικής χώρας και κυρίως τις πόλεις. Οι θερμοκρασίες ήταν άνω των 40 βαθμών με μέγιστη τους 44 βαθμούς Κελσίου σε συνδυασμό με μεγάλα ποσοστά υγρασίας και άπνοια. Η ελάχιστη θερμοκρασία την νύχτα δεν έπεφτε κάτω από τους 30 βαθμούς.
Μετά την Τρίτη ημέρα, ο αριθμός των θανάτων αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό που οι νεκροθάλαμοι των νοσοκομείων γέμισαν, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να ανοίξει τους νεκροθαλάμους των στρατοπέδων ενώ πολλοί έμειναν ακήδευτοι για αρκετές ημέρες αφού τα νεκροταφεία δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν με τόσο μεγάλο αριθμό νεκρών.
Νεκροί κείτονταν στις κεντρικές πλατείες της Αθήνας και άλλων πόλεων, σε παγκάκια, στα σιντριβάνια των πλατειών, στα πάρκα, στις εισόδους των πολυκατοικιών, μέσα σε ασανσέρ, στα κλιμακοστάσια, σε παραλίες, άνθρωποι μοναχικοί ξεψύχησαν μέσα στα σπίτια τους αβοήθητοι, ηλικιωμένοι άνθρωποι σε οίκους ευγηρίας , σε ιδρύματα.
Τα νοσοκομεία θύμιζαν πραγματικά συνθήκες εν καιρώ πολέμου καθότι οι γιατροί έπρεπε να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα περιστατικά και να φροντίσουν τον κόσμο που κατασκήνωνε και διανυκτέρευε έξω από τα μεγάλα νοσοκομεία.
Η χρήση πλέον των κλιματιστικών και η λειτουργία κλιματιζόμενων αιθουσών απο τους Δήμους σε ημέρες καύσωνα έχουν συμβάλλει κατά πολύ στην μείωση του αριθμού των νεκρών σε ανάλογες συνθήκες. Ο καύσωνας του 1987 θα μείνει στην ιστορία ως ο φονικότερος στην Ελλάδα.